ἐπιόντ' — ἐπιόντα , ἔπειμι 1 sum pres part act masc acc sg (doric) ἐπιόντα , ἔπειμι 1 sum pres part act neut nom/voc/acc pl (doric) ἐπϊόντα , ἔπειμι 1 sum pres part act masc acc sg ἐπϊόντα , ἔπειμι 1 sum pres part act neut nom/voc/acc pl ἐπιόντι , ἔπειμι 1 … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀπιόντα — ἀπιόντα , ἄπειμι 1 sum pres part act masc acc sg (doric) ἀπιόντα , ἄπειμι 1 sum pres part act neut nom/voc/acc pl (doric) ἀπιόντα , ἄπειμι 2 ibo pres part act masc acc sg ἀπιόντα , ἄπειμι 2 ibo pres part act neut nom/voc/acc pl ἐπιόντα , ἔπειμι 1 … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έπειμι — (I) ἔπειμι (Α) [ειμί] 1. είμαι, βρίσκομαι πάνω από κάποιον («κάρη ὤμοισιν ἐπείη», Ομ. Ιλ.) 2. (για ονόματα) είμαι, υπάρχω πάνω σε κάτι, προσυπάρχω («οὐκ ἔπεστι ἐπωνυμίη Περσέι», Ηρόδ.) 3. (για αμοιβές, ποινές) επακολουθώ («εἰ δ ἔπεστι νέμεσις»,… … Dictionary of Greek
δέχομαι — (AM δέχομαι Α και δέχνυμαι και δέκομαι) 1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται 2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν τό δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι») 3. ανέχομαι, υπομένω («δεν… … Dictionary of Greek
μαζάρυγξ — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὰ ἐπὶ τῷ πότῳ ἐπιόντα» … Dictionary of Greek
τραχύς — ιά, ύ / τραχύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, θηλ. και τραχεία Ν, και ιων. τ. τρηχύς και τ. θηλ. τρηχέα Α 1. ανώμαλος στην αφή, αυτός που δεν έχει λεία και ομαλή επιφάνεια (α. «τραχύ δέρμα» β. «τραχιά ακτή» γ. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. δ. «γῆ... λιθώδης... καὶ… … Dictionary of Greek